οσμία

οσμία
(osmia). Γένος υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας των μελισσοειδών. Αριθμεί περίπου εξήντα είδη μοναχικών μελισσών, που ζουν σε ολόκληρο τον κόσμο εκτός από την Αυστραλία, και κυρίως στη νότια Ευρώπη. Τα έντομα αυτά κατασκευάζουν τις φωλιές τους στην άμμο, σε τοίχους ή και στο ξύλο παλιών επίπλων. Τα θηλυκά γεννούν τα αβγά τους μέσα σε ιδιαίτερα κελιά, όπου τοποθετούν και την αναγκαία για τις προνύμφες τροφή. Έπειτα εγκαταλείπουν τελείως τους απόγονους τους.
* * *
η
ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων τού βόρειου ημισφαιρίου που ανήκει στην οικογένεια apidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osmia < οσμή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υποσμία — η, Ν ιατρ. ελάττωση τής οσφρητικής ικανότητας, υποσφρησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οσμία (< οσμή), πρβλ. δυσ οσμία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”